σικάνα

σικάνα
η, Ν
βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας κουρκουβιτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sicana από ιθαγενή λ. τού Περού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”